εγκρίνω

εγκρίνω
(Α ἐγκρίνω)
1. ύστερα από κρίση ή εξέταση παραδέχομαι κάτι ως σωστό, επιδοκιμάζω («ἐροῡ τιν' ἄνδρα ἄριστον ἐγκρίνειαν ἄν ἤ οὐ παῑδα τὸν ἐμόν», Ευρ., Ηλέκτρα)
2. επικροτώ, χαρακτηρίζω ως καλό («τοὺς δὲ τῆς ψυχῆς ἐραστὰς ἐγκρίνειν κατὰ τὸ σύνολον», Πλούτ. Ηθ.)
νεοελλ.
κάνω κάτι έγκυρο, αποφασίζω θετικά, επικυρώνω («ο υπουργός ενέκρινε τις δαπάνες», «τα εγκεκριμένα διδακτικά βιβλία»)
αρχ.
(για πρόσ.) εκλέγω, αποδέχομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εγκρίνω — εγκρίνω, ενέκρινα βλ. πίν. 172 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἐγκρίνω — ἐγκρί̱νω , ἐγκρίνω reckon in aor subj act 1st sg ἐγκρί̱νω , ἐγκρίνω reckon in pres subj act 1st sg ἐγκρί̱νω , ἐγκρίνω reckon in pres ind act 1st sg ἐγκρί̱νω , ἐγκρίνω reckon in aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκρινῶ — ἐγκρῐνῶ , ἐγκρίνω reckon in aor subj pass 1st sg (attic epic doric) ἐγκρῐνῶ , ἐγκρίνω reckon in fut ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εγκρίνω — ενέκρινα, εγκρίθηκα, εγ(κε)κριμένος, μτβ. 1. ύστερα από κρίση αποδέχομαι κάτι ως ορθό, παραδέχομαι: Η αντιπολίτευση δεν εγκρίνει την κυβερνητική πολιτική. 2. με την έγκρισή μου κάτι το κάνω έγκυρο, το επικυρώνω: Εγκρίθηκε η δαπάνη από το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐγκεκριμένα — ἐγκρίνω reckon in perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐγκεκριμένᾱ , ἐγκρίνω reckon in perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐγκεκριμένᾱ , ἐγκρίνω reckon in perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκεκριμένον — ἐγκρίνω reckon in perf part mp masc acc sg ἐγκρίνω reckon in perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκεκριμένων — ἐγκρίνω reckon in perf part mp fem gen pl ἐγκρίνω reckon in perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκρῖνον — ἐγκρίνω reckon in pres part act masc voc sg ἐγκρίνω reckon in pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιδοκιμάζω — εγκρίνω, αποδέχομαι, επικροτώ («επιδοκιμάζω τις απόψεις σου») …   Dictionary of Greek

  • ἐγκεκριμέναις — ἐγκρίνω reckon in perf part mp fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”